- ἀνεχόμενος
- ἀνέχωhold uppres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
одьржимыи — (126) прич. страд. наст. 1.Поддерживаемый, прикрепляемый; укрепляемый: землѧ (ж) не ѡ собѣ ѹтвердисѧ, но ѿ волна сѹщьство състави(с), ѡдержима же и та || посредѣ всѣ(х) свѧзана (ἐμπεριέχεται) ГА XIV1, 42б–в; || перен.: правоходити и ѿринѹти зла˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σλάουερχοφ, Γιαν Γιάκομπ — (Slauerhqff). Ολλανδός ποιητής (Λεουβάρντεν 1898 Χίλβερσουμ 1936). Σπούδασε ιατρική στο Άμστερνταμ. Ιδιοσυγκρασία ανήσυχη και επαναστατική, μη ανεχόμενος τους κοινωνικούς καταναγκασμούς, έκανε, ως γιατρός πλοίου, πολυάριθμα ταξίδια, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek